Πολυβιος

Πολυβιος
    Πολύβιος
    (ῠ) ὅ Полибий (греческий историк, родом из Мегалополя в Аркадии, ок. 204-122 гг. до н.э.; из 40 книг его Ἱστορίαι полностью сохранились только первые пять)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Πολυβιος" в других словарях:

  • Πολύβιος — well to do masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύβιος — well to do masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • Δημητρακόπουλος, Πολύβιος — (Κυπαρισσία 1864 – Αθήνα 1922). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του έργα, ορισμένα από τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους. Η πρώτη αξιόλογη εμφάνισή του στο θέατρο έγινε το 1895 με το τετράπρακτο… …   Dictionary of Greek

  • πολύβιον — πολύβιος well to do masc/fem acc sg πολύβιος well to do neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полибий — (Πολύβιος) известный историк, сын Ликорты, уроженец Мегалополя. Род. между 212 и 205 г., ум. между 130 и 123 г. до Р. Хр. Отец его после смерти Филопемена (183), его земляка, друга и политического единомышленника, был избран в союзные стратеги и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Πολυβίου — Πολύβιος well to do masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβίου — πολύβιος well to do masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυβίους — Πολύβιος well to do masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβίους — πολύβιος well to do masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»